- ριμάριο
- το, Νγλωσσάριο που περιέχει ομοιοκατάληκτες λέξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίμα + κατάλ. -άριο (< λατ. κατάλ. -arium), πρβλ. συναξ-άριο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καράογλου, Χαράλαμπος — (Δράμα 1946 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (τμήμα μεσαιωνικών και νέων ελληνικών σπουδών), της οποίας αναγορεύθηκε διδάκτορας (1988). Στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως… … Dictionary of Greek